Οσο ασχολείται κανείς με την παράθεση των αξιοσημείωτων φαινομένων των χειμερινών μηνών δυσκολεύεται λόγω της εύλογης πληθώρας στοιχείων. Αναγκαστικά πρέπει να κάνομε επιλογή, αδικώντας κάποιες περιπτώσεις, αλλά δεν γίνεται αλλοιώς, διαφορετικά θάπρεπε να γράψει κανείς ένα μικρό βιβλίο για καθένα από τους μήνες του χειμώνα.
Μην απογοητευτείτε από όσα ακολουθούν, οι θεομηνίες που έγιναν παλιότερα τον μήνα αυτό στην Κρήτη θα ξανασυμβούν, έστω και αν είναι σπάνιες.
Τέλος, συγχωρείστε με αν συχνά το κέντρο αναφοράς είναι τα Χανιά και μάλιστα το παλιό λιμάνι, αλλά αυτό είχαν πολύ συχνά σαν μέτρο σύγκρισης και οι δικές μου πηγές.
Το πρώτο μέρος αφορά τις καταγραφές πριν τον 20ό αιώνα, το δεύτερο τις υπόλοιπες. Από την αρχή διευκρινίζω ότι κατά τον 20ό αιώνα, εκτός από ελάχιστες πιο πρόσφατες περιπτώσεις, «ζόρικος» και με σημαντικές ζημίες ήταν ο Δεκέμβριος των ετών 1911, 1913, 1924, 1926, 1929, 1933, 1936, 1945, 1948, 1967, 1977 και βέβαια 1992.
Και τώρα κατά χρονολογική σειρά :
ΜΕΡΟΣ Α
Ο χειμώνας 960/1 αναφέρεται από τους χρονικογράφοτυς τόσο βαρύς, ψυχρός και θυελλώδης, ώστε το ηθικό των Βυζαντινών που πολιορκούσαν τον Χάνδακα είχε κλονιστεί σε ύψιστο βαθμό(Στεφάνου Ξανθουδίδου «Χάνδαξ-Ηράκλειον», 1964, σ. 13-14).
Το ίδιο αναφέρεται και για τον χειμώνα 970/1 (Κρητ. Χρον. Β’ σ. 234).
Το έτος «1616 Δεκεμβρίου εις τας ιβ’ (=25-12ου), του Αγίου Σπυρίδων την ημέραν, εγένετο αστραπές και βρονταί και πλήθος νερού, ώστε οπού επήρανε οι ποταμοί ανθρώπους πολλούς υπέρ τους πεντακοσίους (!) και σπίτια και μύλους πολλούς και πρεβόλια, και αληθινά ήτονε μέγας φόβος και μεγάλη λύπη εις τους ανθρώπους και εις τες στάντζιες, οπού εχαθήκανε. Και ετούτη η συμφορά εγίνηκεν εις την Κρήτην, εις του Κάστρου τα περίχωρα. Και τούτο όλον δια τα ς αμαρτίες ημών. Φαίσε, Κύριςε, του πταίσματός σου» (Peter Schreiner, Die Byzantinischen Kleinchroniken – Βυζαντινά Χρονικά - Τόμ. Α σ. 511 ενθύμ. αρ. 41, Χρονικά αρ. 65 υπό IV)
Το έτος 1621 είναι γνωστό ότι πάγωσε ο Βόσπορος και οι άνθρωποι περνούσαν με τα πόδια από το ένα άκρο στο άλλο, άρα το πολικό ψύχος λογικά πρέπει να επηρέασε ολόκληρη την ανατολική Ελλάδα και σε ένα βαθμό και την Κρήτη. Ωστόσο δεν έχομε κάποια ιστορική πληροφόρηση για το έκτακτο αυτό ψύχος ειδικά για το νησί.
Το 1787 στις 25 Δεκεμβρίου «μεγάλη καταιγίς ενέσκηψεν εν Κρήτη, παρασύρασα ανθρώπους 36 πνιγέντας, ζώα αναρίθμητα, αγρούς και δένδρα παρέσυρεν μετά βράχων ερριζωμένων και υπερμεγέθων. Τοιούτον κατακλυσμόν ουδείς των ζώντων ενθυμείται. Συνέβη δε η θεομηνία αύτη την ημέραν των Χριστουγέννων ώραν 6 Τουρκιστί ήτοι περί μεσημβρίαν» (= 10 π.μ.) (Παύλου Βλαστού «Χρονογραφήματα» αρ. 56, Τ. Ε’ σ. 691, με βάση κάποιο ευχολόγιο που γράφτηκε από τον Πασά Ιω. Γρηγορόπουλο στο χωριό Ακτούντα Αγίου Βασιλείου). Η καταγραφή αυτή αν αναχθεί στο νέο ημερολόγιο πρέπει να συνέβη την 7 Ιανουαρίου 1788, αλλά περιλαμβάνεται στα στοιχεία του Δεκεμβρίου «ποιητική αδεία» επειδή συνέβη την ημέρα των Χριστουγέννων.
Την 2 (= 15) Δεκεμβρίου 1833 σημειώθηκε πιθανότατα η σφοδρότερη θαλασσοταραχή του 19ου αιώνα στη Βόρεια Κρήτη, σύμφωνα με το τελευταίο σωζόμενο φύλλο της Ελληνοαιγυπτιακής εφημερίδας «Βακά-ι-γκιρίτ» (= Κρητική Εφημερίς», Ιστορικό Αρχείο Κρήτης, Χανιά). Το πλήρες άρθρο έχει ως εξής :
«Τέλη Νοεμβρίου επί δεκαπέντε ημέρας έπνεαν συνεχώς Α και Νότιοι άνεμοι ώστε ανυψώθησαν ενταύθα τα ύδατα.. Την 2 (= 15) Δεκεμβρίου ώρα τρεις της νυκτός του Σαββάτου, αιφνιδίως έπνευσε σφοδρότατος βόρειος άνεμος. Η θάλασσα, υπερπηδήσασα τον λιμενοβραχίονα, κατεκρήμνισε μέρος του μεσαίου. Ερριψε εις την άντικρυ ξηράν επτά (7) μεγάλα και εννέα (9) μικρά πλοία από τα ελλιμενισμένα, τα δε λοιπά μεγάλως εζημίωσεν εξ’αλληλοσυγκρούσεων. Εθραυσε τας θυρίδας των υποκάτωθεν κανονοστασίων (περιοχή Τοπχανέ) ώστε ηδύνατο να πλεύσει πλοιάριον, μάλιστα (έθραυσε) τας θύρας των παραλίων εργαστηρίων, οικιών και διέλυσε τους πολυχρονίους μώλους της οδού εις κατάστασιν και έτι δύσβατον. Κατέπιεν αρκετά είδη πραματειών από το εσωτερικόν των εργαστηρίων. Η παραλία κατέστη αδιάβατος. Τοπικώς ανήλθεν 8 – 9 βαθμίδας και έφερε ξυλικήν, πέτρας ογκώδεις κλπ έως της εντός πόλεως βρύσεως του συνδριβανίου (σ.σ : παρά το γεγονός ότι η πλατεία εκείνη την εποχή ήταν περιτοιχισμένη και υπήρχαν μόνο δύο «πόρτες» για πρόσβαση στην προκυμαία). Οι εις την όχθην του παραλίου ξύλινοι εξώσται καφενείων και ξενοδοχείων συνετρίβησαν, ώστε το πρωί δεν εφάνησαν ουδέ τα ίχνη των θεμελίων των. Τοιαύτην παλίρροιαν ηνωμένην με τρικυμίαν παλαιοί κάτοικοι δεν ενθυμούνται άλλοτε».
Το 1860 «Νοεμβρίου 30 προς 31 (= 13-12ου) έγινε νότιος άνεμος τόσον σφοδρός όπου έκαμε βλάβην εις το Μαλεβύζι και εις άλλας επαρχίας» (Μεν. Παρλαμάς, Κρητ. Χρονικά 1949, βλ. παλιότερα άρθρα, σ.319).
Το 1864, «εις τας 4 10βρίου (= 17-12ου) προς τας 5 έγινεν ένας νότιος άνεμος άξιος να σημειωθεί δια την θερμότητα» (ό.π. σ. 322)
Το 1875 «9βρίου 22 (=5-12ου). Σφοδρά καταιγίς εκ νότου, ήτις επέφερε ζημίας εις τα δένδρα» (Παρλαμάς σ. 326)
Το 1876 «Τη 10 10βρίου (= 23-12ου) Παρασκευή προς το Σάββατον μεσάνυκτα, έκαμε νότιον άνεμον επιφέραντα ζημίαν εις τα δένδρα. Εσπασε τους ιστούς των σημαιών του ελληνικού και ρωσικού πρακτορείου, έβλαψε τον μόλυβδον του τζαμίου. Πλην αναλόγως της σπανίας σφοδρότητος, δεν έβλαψεν τα ελαιόδενδρα» (Παρλαμάς, ό.π.)
Οι χειμώνες 1879/80 και 1881/2 αναφέρονται για την Αθήνα ως οι δριμύτεροι της περιόδου 1859-1949, με μέση θερμοκρασία όλων των χειμερινών μηνών 7,23 και 7,27 β.κ. αντίστοιχα, ο δε πρώτος απ’αυτούς ως δριμύτατος και για την Ιταλία. Για την Κρήτη σ’αυτούς γίνεται αναφορά σε δύο πηγές : κατ’αρχήν στον Παρλαμά (ό.π. σελ. 331) αναφέρονται τα ακόλουθα : «1880. Ο χειμών δριμύς μετ’αφθόνων βροχών και χιόνων, αρχίσας την 26ην Νοεμβρίου (= 9-12ου) και διαρκέσας εξακολουθητικώς και ακαταπαύστως μέχρι της 14ης Ιανουαρίου εκτός δύο μόνο ημερών και όχι νυκτών διακοπής». Επίσης στο βιβλίο του Γρηγορίου Παπαδοπετράκη «Ιστορία Ι. Μονής Αγίας Τριάδος Τζαγκαρόλων» (Δημ. Βιβλ. Χανίων, σ. 189) ότι : «Παντελής έλλειψις ελαιοεσοδείας και δριμύτατος χειμών τω 1881, ένεκα του οποίου εψόφησαν 300 πρόβατα, 3 βόδια και άλλα ζώα, ηνάγκασαν την Μονήν να ζητήσει δάνειον από την Δημογεροντίαν 6.000 γροσίων» (σ. 189). Επίσης στο περιοδικό «Ιδαία Μέλισσα», Τ. 57, σ. 617, αναφέρεται ότι : «την 15η (=28η) Δεκεμβρίου 1881, ώρα 11.30 τουρκιστί, συνέβη σεισμός. Επί ημέρας πριν, μέχρι και της ημέρας εκείνης, έπνεεν σφοδρός βόρειος άνεμος, επεκράτει ισχυρά θαλασσοταραχή, έπιπτον βροχαί και εις τα όρη συνεχώς χιόνες».
Ο χειμώνας 1881/2 υπήρξε δριμύς και μάλιστα ακόμα περισσότερο ως προς τους μήνες Ιανουάριο-Φεβρουάριο, φαίνεται καθαρά στους ανασυσταθέντες χάρτες πίεσης της εποχής, που δείχνουν σχεδόν συνεχείς ψυχρούς συνδυασμούς.
Ο χειμώνας 1883/4 ονομάζεται πρωτοφανής, καθώς από την 25 Σεπτεμβρίου μέχρι την 3 Φεβρουαρίου αναφέρεται ως συνεχής για την Κρήτη, με λίγα διαλείμματα τριών ημερών και με ζημιογόνες τρικυμίες. Ωστόσο πιο συγκεκριμένες πληροφορίες υπάρχουν για τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο.
Το 1885, από τα μεσάνυχτα της 6ης (= 19-12ου) άρχισαν να πνέουν σφοδροί ΒΑ/Β άνεμοι που συνεχίστηκαν και την επόμενη. Δριμύτατο ψύχος και σφοδρή θαλασσοταραχή, η κακοκαιρία διάρκεσε τρεις μέρες, έπεσαν ή έσπασαν δένδρα και μάλιστα ελαιόδενδρα, ιδίως στις δυτικές περιοχές του νησιού, διακόπηκαν πολλές συγκοινωνίες και προκλήθηκαν ζημίες στην προκυμαία Χανίων.
Τον Δεκέμβριο 1886, χωρίς να προσδιορίζεται ημερομηνία, αναφέρεται ότι «κατέπεσε χάλαζα εις Νιπηδητόν και τινα, πολλά, χωρία του Μονοφατσίου μέχρι 50 δράμια το κομμάτι. Εσκότωσε πτηνά και λαγωούς, οπού αν εγίνετο ημέραν ήθελε προξενήσει πολλάς ζημίας. Εκτοτε βρέχει κατά τα διάφορα τμήματα σποραδικώς με ψύχος, πολύ ολίγιστα όμως νερά» (Παρλαμάς, ό.π. σ, 339).
Το 1889 «ο χειμών ήρχισεν από 28 Νοεμβρίου (= 11-12ου) και εξηκολούθησε μέχρι του Ιανουαρίου μετά ψύχους και χιόνων επί των ορέων. Εκτοτε ηκολούθησεν ανομβρία μέχρι 28 ιδίου» (= 10-2ου – 1890 ;) (Παρλαμάς, σ. 342). Ο χειμώνας αυτός αναφέρεται σαν «ψυχρός» και για την Αθήνα, όπου η μέγιστη θερμοκρασία όλους τους χειμερινούς μήνες δεν ξεπέρασε τους 16,5 β.κ.
Ο επόμενος χειμώνας (1890/1) αναφέρεται σαν «χειμών βαρύς μετά καταιγίδων μέχρι Φεβρουαρίου 26» (= 11-3ου) (Παρλαμάς, σ. 342). Το ίδιο αναφέρεται και για την Αθήνα, που υπήρξε ο τρίτος δριμύτερος της παραπάνω περιόδου 1859-49, με μέση θερμοκρασία 7,85 β.κ.. Για την Κρήτη ο χειμώνας εμφανίστηκε κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο 1891. Τον Δεκέμβριο όμως 1891 αναφέρεται ότι σημειώθηκε «τρομερά καταιγιδοθύελλα» στην περιοχή Σελίνου.
Ο Δεκέμβριος 1895 ήταν εξαιρετικά βροχερός, το ψύχος δριμύ και άφθονα χιόνια. Ολες οι συγκοινωνίες με το εσωτερικό είχαν διακοπεί, ιδίως κατά το τρίτο 10ήμερο.
Βαρύτατος ήταν ο χειμώνας και για το έτος 1897.
(Ακολουθεί το Μέρος Β).
Πολλά φιλιά
Γιώργος Στυλιανάκης
1 σχόλιο:
Αγαπητέ και αξιότιμε κ. Στυλιανάκη,
Θα μου δημιουργήσετε οικονομικό πρόβλημα και πραγματικά δεν ξέρω τι να κάνω! Εκτυπώνω να τα διαβάζω τα άρθρα σας και πρέπει να παίρνω συνέχεια μελάνια για τον εκτυπωτή! :-)))
Χάρμα τα άρθρα σας, βάλσαμο για την μετεωρολογική κοινότητα και ειδικά την Κρητική! Συνεχίστε να γράφετε και επίσης θα σας πρότεινα να γράφετε και στην λίστα της Hellasweather!
Σας ευχαριστούμε για μια ακόμη φορά!
Θοδωρής
Δημοσίευση σχολίου